Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γλυκερὰ ῥ

См. также в других словарях:

  • Γλυκέρα — Γλυκέρᾱ , Γλυκέρα fem nom/voc/acc dual Γλυκέρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερά — γλυκερός neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέρᾳ — Γλυκέραι , Γλυκέρα fem nom/voc pl Γλυκέρᾱͅ , Γλυκέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέρα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η Σικιωνία (4ος αι. π.Χ.). Υπήρξε εταίρα του διάσημου ζωγράφου Παυσία. Η Γ. ήταν φτωχή κόρη η οποία πουλούσε άνθινα στέφανα, που τα έπλεκε όμως με τόση καλαισθησία, ώστε ο ζωγράφος Παυσίας μιμήθηκε την τέχνη της και… …   Dictionary of Greek

  • Γλυκέρας — Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem acc pl Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέραι — Γλυκέρα fem nom/voc pl Γλυκέρᾱͅ , Γλυκέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεράν — γλυκερά̱ν , γλυκερός fem acc sg (attic doric aeolic) γλυκερά̱ν , γλυκύς sweet to the taste fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεράς — γλυκερά̱ς , γλυκερός fem acc pl γλυκερά̱ς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκερῶν — Γλυκέρα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκέραν — Γλυκέρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»